Χτυπημένη από Αλτσχάιμερ και καρκίνο, η τραγουδίστρια Χριστιάνα έσβησε στα 68 της χρόνια

Ερμήνευσε τα αξέχαστα «Τελειώσαμε λοιπόν», «Τα μάτια σου», «Τι να μας κάνει η νύχτα», «Μίλα μου», «Φώτα κι άλλα φώτα»…

Η Χριστιάνα Λαβίδα (αυτό ήταν το επώνυμό της), που έγινε γνωστή με το μικρό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Προερχόταν από μουσική οικογένεια. Είναι αδελφή της τραγουδίστριας Βασιλικής Λαβίνα, συζύγου του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου, και εξαδέλφη της Ελένης Βιτάλη.

Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολα για εκείνη καθώς πάλευε ταυτόχρονα με το Αλτσχάιμερ και τον καρκίνο, έχοντας στο πλευρό της τα δυο της παιδιά, αλλά και τον πρώην σύζυγό της, πρώην βουλευτή και πρώην νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας, Δημήτρη Σταμάτη.

Αν και προικισμένη με φυσική ομορφιά, που ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητη, και με εκείνα τα γκριζοπράσινα (κατ’ άλλους σμαραγδένια) μάτια που μάγευαν από το πρώτο βλέμμα, η Χριστιάνα δεν χρησιμοποίησε την εικόνα της ως μέσο υποστήριξης της δουλειάς της.

Με τον Δημήτρη Μητροπάνο τραγούδησαν υπέροχα στο δίσκο «Τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού σε μία από τις ωραιότερες ελληνικές διφωνίες. Μάλιστα τότε υπήρχαν και οι φήμες ότι οι δύο τους ήταν ζευγάρι, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ήταν δύο πολύ καλοί συνεργάτες και φίλοι, ενώ κατά κάποιο τρόπο κάποια στιγμή συγγένεψαν κιόλας, αφού η Χριστιάνα παντρεύτηκε τον Δημήτρη Σταμάτη και ο Μητροπάνος στον πρώτο του γάμο την αδελφή του (και κόρη του πρώην υπουργού Δημόσιας Τάξης), τη Φανή Σταμάτη.

Για τη Χριστιάνα έγραψε η θεατρική συγγραφέας Μάρω Μπουρδάκου στη σελίδα ΣΚΗΝΗΣ ΑΠΟΝΤΕΣ: Όλη η καριέρα της χαρακτηρίστηκε από πρωτοποριακές, για την εποχή τους, επιλογές, είτε αφορά τους χώρους όπου εμφανίστηκε είτε τα δισκογραφικά της.

Με δύο λόγια, της άρεσε να δοκιμάζει πολλές και διαφορετικές τάσεις, γι’ αυτό και, όπως έχει πει η ίδια σε συνέντευξή της, «είχα πάντα την πολυτέλεια να διαλέγω αυτό που ήθελα στα τραγούδια μου, και όχι μόνο, και να μη βάζω νερό στο κρασί μου».

Έτσι ερμήνευσε τραγούδια κλασικών συνθετών όπως είναι ο Απόστολος Κλαδάρας, ο Γιώργος Κατσαρός, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ενώ ήταν από τις πρώτες τραγουδίστριες που είπαν «ναι» στην… αιρετική μουσική γοητεία του Σταμάτη Κραουνάκη, ερμηνεύοντας το 1982 τον «ψαγμένο» δίσκο του «Σαριμπιντάμ, θα πει τρελαίνομαι», σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου.

Επίσης το 1994, πάντα αναζητώντας νέους ταλαντούχους δημιουργούς, κυκλοφόρησε το δίσκο «Φύλλο και φτερό», που υπέγραψαν οι δύο νέοι τότε δημιουργοί Γιώργος Κρητικός (στο στίχο) και Νίκος Παραστατίδης (στη μουσική). Όσον αφορά στις live εμφανίσεις της, να σημειώσουμε ότι το 1980, στο απόγειο της δόξας της, άφησε τις ανέμελες πίστες της παραλίας με τις φωτεινές μαρκίζες για να πάει να τραγουδήσει στο «ναό του Γιώργου Μαρίνου», τη θρυλική «Μέδουσα», αλλά και σε ένα music hall τύπου γαλλικό καμπαρέ, το «Νοτούρνο» (στη στοά Μπροντγουέι) μαζί με την «ιέρεια του τραγουδιού» Καίτη Μπελίντα.

Η Χριστιάνα, με το αλά γκαρσόν μαλλί και το στιλάτο ντύσιμο, είναι η πρώτη τραγουδίστρια που έκανε σόου στην πίστα, αφού το 1976 πήρε την απόφαση να εκφράζεται και με το κορμί της. Γι’ αυτό έφερε στην Ελλάδα αξιόλογους ξένους χορογράφους και χορευτές, ώστε να στήσουν και να συμμετάσχουν στο πρόγραμμά της. Η ίδια ήταν λίγο απόμακρη (ή, αν θέλετε, επιλεκτική) προς τα media λόγω της αφοσίωσής της στη δουλειά της αλλά και κατόπιν στην οικογένειά της. Η υπέροχη φωνή της συνδυάστηκε με αγαπημένα διαχρονικά τραγούδια μεταξύ των οποίων και τα «Τελειώσαμε λοιπόν», σε στίχους Γιάννη Πάριου, «Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε», «Τα μάτια σου», «Τι να μας κάνει η νύχτα», «Σαριμπιντάμ», «Η νύχτα θέλει», «Έβγα, τελάλη μου», «Χόρεψε με ένα ταγκό», το ερωτικό ντουέτο με τον Δάκη «Μίλα μου», «Κάρμεν», «Μην ακούς που τραγουδώ», «Φώτα κι άλλα φώτα», «Γιαρέμ» κ.ά.

Χορτασμένη από εμπειρίες και επιτυχία, η Χριστιάνα θα επιλέξει στη συνέχεια να αφοσιωθεί στην οικογένειά της και στο μεγάλωμα των δύο παιδιών της, κάνοντας, κατά καιρούς, κάποιες καλλιτεχνικές παρεμβάσεις, κυρίως μέσα από δισκογραφικές συνεργασίες με νέους δημιουργούς του έντεχνου ρεπερτορίου.

Η άνοια

Ο γιος της, Γιώργος, είχε γράψει στο παρελθόν στο Facebook σχετικά με την κατάσταση της υγείας της μητέρας του: «Σχετικά με τη μητέρα μου, την απόσυρσή της, και τους ασθενείς με άνοια. Η μητέρα μου δεν έδινε μεγάλη σημασία η ίδια στην καριέρα της, όχι πως δεν αγαπούσε το τραγούδι, αλλά δεν ένιωθε ότι αυτό ήταν ο σκοπός στη ζωή της. Έτσι όταν αποσύρθηκε το έκανε με μεγάλη προθυμία.

Ταυτόχρονα έδινε πολύ βάση στην καλλιέργεια της και στην οικογένειά της, και από τη στιγμή που γεννήθηκα εγώ, που είμαι και ο μεγαλύτερος, δε θυμάμαι τη μητέρα μου σαν καλλιτέχνη πάρα μόνο σαν επαγγελματία μητέρα που αργά τα βράδια, αφού κοιμόμασταν, διάβαζε τα βιβλία της και άκουγε ηχογραφημένες απαγγελίες ποιημάτων.

Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι που την αγαπούν είναι πάρα πολλοί σε σημείο που δυσκολευόμαστε σαν οικογένεια να διαχειριστούμε τη συνεχή εκδήλωση ενδιαφέροντος και τις ερωτήσεις όλα αυτά τα χρόνια από τόσο κόσμο, που πάντα ρωτάει με καλή πρόθεση, παράλληλα με την κατάσταση της υγείας της.

Αν κάτι ήθελε πολύ η μαμά αφού σταμάτησε να τραγουδάει ήταν να είναι μακριά η προσωπική της ζωή από τη δημοσιότητα, το οποίο δυστυχώς λόγω του επαγγέλματος και της “τραγικότητας” της ασθένειάς της δε συνέβη. Η σιγή ασυρμάτου από την πλευρά μας είναι επιθυμία της. Επειδή όμως η σιωπή μας είχε ως αποτέλεσμα να περάσουν ασχολίαστοι μελοδραματικοί χαρακτηρισμοί όπως ότι οι ανοϊκοί ζουν στο σκοτάδι, ξεχασμένοι και μόνοι νιώθω ότι πρέπει να πω τα εξής: Για την ουσία.

Η άνοια είναι μια σκληρή ασθένεια για όλους, και για τον άρρωστο άλλα και για τους ανθρώπους γύρω του. Πέρα από την συναισθηματική και την πρακτική δυσκολία ώστε να διασφαλίζεται η αυτονομία, η ασφάλεια και η ψυχική γαλήνη του ανοϊκού, υπάρχει και το υπαρξιακό κομμάτι του τι είναι ο εαυτός μας, τι μας κάνει να είμαστε εμείς, και άλλες τέτοιες δύσκολες ερωτήσεις.

Χρειάζεται αντοχή. Την οποία όμως διαθέτουμε οι άνθρωποι. Και χρειάζεται και να αναγνωρίζεις τί είναι ουσιαστικό και τι ανούσιο για τον άνθρωπο που βοηθάς. Οι αρρώστιες συνήθως είναι έξω από τον έλεγχο μας, αν θα μας συμβούν ή όχι.

Δε βοηθάει να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια όταν συμβεί το κακό και να παραλύουμε από τη μοιρολατρία. Πρέπει όσο μπορούμε να δουλεύουμε για να βοηθάμε εμάς και τους συνανθρώπους μας, να βγάζουμε από μέσα μας την αγάπη μας για τη μητέρα, το γείτονα ή το συνάνθρωπο μας. Οι ασθενείς με άνοια μπορούν να ζήσουν μέσα σε αγάπη και φροντίδα, όλοι μπορούμε. Όπως ζει και η μητέρα μου».

αφήστε ένα σχόλιο


3 + τρία =