Έφη Κακαράντζουλα στην απολογία της: Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα τον Νώντα

Στην απολογία της η 36χρονη έκανε λόγο για εμμονή που την οδήγησε στην επίθεση για την οποία εμπνεύστηκε, όπως είπε, από μια τηλεοπτική εκπομπή. Το βιτριόλι ισχυρίστηκε «δεν προτεινόταν σαν φονικό όπλο, μόνο ως μέσο εκδίκησης.» και σημείωσε : «Δεν σκέφτηκα ότι θα πεθάνει … Δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να το καταπιεί. Δεν είμαι δολοφόνος ουδέποτε σκέφτηκα. Ήμουν υπάκουη στους νόμους και είχα ήρεμη ζωή».

Σε όλη τη διάρκεια της απολογίας η Ιωάννα βρίσκεται στην πρώτη σειρά των καθισμάτων κοντά στο παράθυρο έχοντας άμεση οπτική επαφή της κατηγορούμενης και κρατά σημειώσεις. Οι γονείς της βρίσκονται λίγο πιο πίσω με αστυνομικούς να βρίσκονται γύρω τους.

Η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε πως προμηθεύτηκε το βιτριόλι στο κέντρο της Αθήνας από έναν Πακιστανό έναντι 40 ευρώ.

Η 36χρονη κατηγορούμενη παραδέχτηκε πως παρακολουθούσε την Ιωάννα στην προσπάθεια της να διαπιστώσει αν διατηρούσε παράλληλη σχέση με τον 40χρονο και ισχυρίστηκε πως μια ημέρα πριν την επίθεση το είχε μετανιώσει και γι αυτό είχε φύγει . Ωστόσο, όλα άλλαξαν 24 ώρες αργότερα. «Με κυρίευσε το αίσθημα της εκδίκησης. Την μια μέρα ήξερα ότι ήταν κάτι κακό και την επόμενη μέρα άλλαξα γνώμη. Μου έγινε εμμονή. Δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά.»

Η κατηγορούμενη αφού ζήτησε συγγνώμη για την πράξη της περιέγραψε:

«Όλα ξεκίνησαν από όταν γνώρισα τον Νώντα το 2018 και είχαμε αναπτύξει μια ερωτική σχέση. Βρισκόμασταν σε τακτά διαστήματα όπως προκύπτει και από τις τηλεφωνικές συνομιλίες μας. Τον ρώτησα ευθέως τι συμβαίνει με την Ιωάννα αλλά δεν μου απάντησε. Όσες φορές τον ρώτησα δεν μου είπε. Μου άφησε αμφιβολίες. Προσπάθησα να απομακρυνθώ γιατί δεν με άφηνε να προχωρήσω στη ζωή μου. Αργότερα τους παρακολούθησα. Την παρακολούθησα για να δω αν βρίσκεται μαζί του όχι για να της επιτεθώ. Με είχε διαβεβαιώσει ότι δεν είχε σχέση με αυτόν τον άνθρωπο και είδα από τη δραστηριότητα στο Facebook ότι δεν ευσταθούσαν αυτά. Ήμασταν γνωστές και δεν υπήρχε λόγος να με σεβαστεί».

Όπως είπε μια τηλεοπτική εκπομπή της έδωσε την ιδέα για την αποτρόπαια επίθεση.

«Μετά από κάποια εκπομπή που είδα στην τηλεόραση για επίθεση με βιτριόλι ως μέσο εκδίκησης μεταξύ γυναικών μου καρφώθηκε η ιδέα. Δεν σκέφτηκα ότι θα πεθάνει. Από τα ακούσματα που είχα δεν προτεινόταν σαν φονικό όπλο, μόνο ως μέσο εκδίκησης. Δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να καταπιεί. Δεν είμαι δολοφόνος ουδέποτε σκέφτηκα. Ήμουν υπάκουη στους νόμους και είχα ήρεμη ζωή» ανέφερε και ισχυρίστηκε ότι ήταν δύσκολο να βρει βιτριόλι το οποίο αναζήτησε στο κέντρο της Αθήνας.

«Είχα καταλάβει ότι ήταν δύσκολο. Βρήκα έναν πακιστανικής καταγωγής άνδρα έξω από ένα μαγαζί και μου είπε ότι θα το βρει. Σε τρεις μέρες δώσαμε ραντεβού και μου το έφερε. Τον ρώτησα αν μπορούσε να μου βρει κάποιον να μου κάνει μια δουλειά χωρίς να του πω λεπτομέρειες και θα πληρωθεί. Μου έδωσε το τηλέφωνο του Πακιστανού αλλά δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω γιατί μιλούσε φαρσί. Όταν πήρα το υγρό το μετάγγισα σε ένα μεταλλικό ποτήρι, όχι 1 λίτρο γιατί θα χρειαζόμουν τεράστιο δοχείο και θα το έβλεπε η Ιωάννα. Ήταν 300 με 500 ml με καπάκι μπλε ήταν» ισχυρίστηκε και στη συνέχεια συμπλήρωσε : «Το οξύ το προμηθεύτηκα το Φεβρουάριο του 2020. Πήγα σε ένα κατάστημα βρήκα ένα Πακιστανό απ έξω, μου παρέδωσε ένα βαρύ μπουκάλι μου ζήτησε 18 ευρώ και έδωσα 40. Ήταν ένα μπουκάλι λευκό, σκληρό πλαστικό με μπλε καπάκι».

Η κατηγορούμενη έδωσε την δική της εκδοχή για την στιγμή της επίθεση λέγοντας: «Κατέβηκα στο υπόγειο και την περίμενα. Αυτή στέκονταν στο ασανσέρ ακριβώς μπροστά. Ήμουν από το πλάι της, δεν είχα οπτική επαφή μαζί της. Όπως της το έριξα εκείνη γύρισε αριστερά και την πέτυχε στο υπόλοιπο πρόσωπο. Έτρεξα, μπήκα στο ταξί, με άφησε σε ένα σημείο άσχετο να μη φαίνεται που πηγαίνω και πήρα μετά άλλο ταξί»

Αναφερόμενη δε στην ημέρα της σύλληψης της είπε:«Την θυμάμαι την ημέρα αυτή της σύλληψης μου, αλίμονο αν θα μπορούσα να την ξεχάσω. Δεν μου ζήτησαν αστυνομική ταυτότητα. Μου πήραν το κινητό από τα χέρια. Ο αστυνομικός που κατέθεσε εδώ δεν ήταν παρών στην σύλληψη, το διαψεύδω. Θυμάμαι τα άτομα πολύ καλά».

Απαντώντας στις αιτιάσεις για τη σχέση της με την εξαδέλφη του θύματος η κατηγορύμενη ανέφερε ότι «Η εξαδέλφη της ήταν κολλητή και παιδική μου φίλη. Ήταν λογικό να μιλάω μαζί συχνά και με μεγάλη διάρκεια. Πράγματι έγινε η κλήση και ρώτησα από ενδιαφέρον πως είναι γιατί όπως σας είπα ήθελα να την τραυματίσω και η υπόθεση πήρε άλλη τροπή. Δεν ξέρω πως βγήκε αυτό ότι ήθελα να της επιτεθώ στο νοσοκομείο».

Πρόεδρος: Πώς ξέρατε που να βρείτε και ποια ώρα την Ιωάννα;

Κατηγορούμενη: Την είχα παρακολουθήσει και ήξερα τι ώρα πάει στην εργασία της. Είχα επιχειρήσει να το κάνω την προηγούμενη ημέρα αλλά το μετάνιωσα.

Πρόεδρος: Πως ήσασταν σίγουρη για την ώρα;

Κατηγορούμενη: Μπορούσε κάποιος αν στέκονταν στη σκάλα του υπογείου να βλέπει ποιος βρίσκεται στο χώρο του ασανσέρ.

Πρόεδρος: Υπήρξε διάλογος; Το θύμα είπε ότι την κοιτάξατε έντονα στα μάτια.

Κατηγορούμενη: Φορούσα γυαλιά σκούρα για να μην αποκαλυφθώ. Δεν μιλήσαμε καθόλου.

Πρόεδρος: Αφού το μετανιώσατε γιατί ξανά πήγατε την άλλη μέρα;

Κατηγορούμενη: Με κυρίευσε το αίσθημα της εκδίκησης. Την μια μέρα ήξερα ότι ήταν κάτι κακό και την επόμενη μέρα άλλαξα γνώμη. Μου έγινε εμμονή. Δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά.

Πρόεδρος: Πως βρέθηκε η φωτογραφία της εισόδου της παθούσας;

Κατηγορούμενη: Πήγα να διερευνήσω το χώρο.

αφήστε ένα σχόλιο


7 − επτά =