Τελικά, ήταν καλός Αρχιεπίσκοπος ο Χριστόδουλος;

Την 28 Ιανουαρίου ήταν η επέτειος πέντε ετών από την εκδημία του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου, και διαπιστώσαμε πληθώρα αναφορών στο διαδίκτυο. Άλλες αποτύπωναν μια νοσταλγία και μια μνήμη, άλλες δημιουργούσαν έναν μύθο…σαφώς ασύμμετρο ως προς τον πραγματικό κεκοιμημένο ποιμενάρχη- αδύνατον να ξεχωρίσεις τις ανιδιοτελείς από τις ιδιοτελείς, πλην όσων πωλούσαν αντίστοιχο οπτικοακουστικό ή αναγνωστικό υλικό σε τιμή ευκαιρίας. Η αίσθηση που μας δόθηκε είναι πως η νοσταλγία αυτή δεν αφορά τόσο την ολότητα των πιστών χριστιανών ορθοδόξων της Ελλάδας, όσο κυρίως την συντηρητική πτέρυγα της ελληνικής κοινωνίας, ανεξάρτητα από την εκκλησιαστική της ευσέβεια. Πως αυτή η νοσταλγία αποτελεί περισσότερο πολιτική, παρά εκκλησιαστική νοσταλγία. Επιτρέψτε μας, λοιπόν, να αρθρώσουμε νηφάλια αντίρρηση, βοηθώντας έτσι στο να κρατηθεί η μνήμη του κεκοιμημένου ποιμενάρχη ζωντανή.

Σε μια εποχή που ο συντηρητικός χώρος στην Ελλάδα είχε μείνει ουσιαστικά ανεκπροσώπητος, αφού το ελλαδικό συντηρητικό κόμμα έκανε τα πάντα για να πείσει ότι αποτάσσεται την «Δεξιά», το πλειοψηφικό ρεύμα του ελληνικού λαού που δηλώνει συντηρητικό (57% σύμφωνα με έρευνα της Public Issue στις 29/11/2009) αναζητούσε κάποιο «πολιτικό είδωλο», κάποιον πολιτικό εκφραστή. Και τον εντόπισε στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ο οποίος λειτούργησε συνειδητά ακριβώς ως τέτοιος, καλύπτοντας το κενό: η φρασεολογία του ήταν κυρίως πολιτική, με επίχρισμα θρησκευτικού λεξιλογίου: «Πέραν των ληφθέντων μέτρων προς πάταξη της διαφθοράς, όπου αυτή εντοπίζεται στους κόλπους μας…» (5/10/05) – «Κηρύσσω πανστρατιά σύναξης των ικανών, των χαρισματικών και των αξίων εκ του ποιμνίου, προκειμένου να απαρτισθεί ο μεγάλος ειρηνικός στρατός της αγάπης και της δύναμης, που θα αναλάβει…» (9/5/98) – «Ο λαός μας χόρτασε από τα μεγάλα λόγια, ο λαός μας χόρτασε από τις υποσχέσεις, ο λαός μας χόρτασε από τους εκμεταλλευτές» (5 /6/99) – «τίθεται εν λειτουργία η εκστρατεία που έχει κηρύξει η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για συλλογή υπογραφών…» (11/9/2000) – «Όσοι από μας έχουμε αναλάβει καθήκοντα να είμαστε ηγέτες του λαού μας…» (5/12/03) Όλα τα παραπάνω είναι φράσεις ενδεικτικές μιας ρητορικής αυστηρά και αποκλειστικά καθοριζόμενης από τις φόρμες και τις νόρμες του πολιτικού λόγου. Αλλά και το περιεχόμενο των φράσεων ανήκει αυστηρά και αποκλειστικά σε μία πολιτική παράταξη, τον σκληρό συντηρητικό χώρο, αφήνοντας τον υπόλοιπο λαό εκκλησιαστικά ορφανό, χωρίς επισκοπικό πατέρα-ποιμένα: «Το υπέροχο τρίπτυχο Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια. Αυτά τα τρία μοιάζουν με πανίερες εικόνες και οι βάρβαροι εικονοκλάστες του καιρού μας» (16/10/2000) – «Εσείς εδώ και χιλιάδες άλλοι είσθε οι γνήσιοι αληθινοί Έλληνες πατριώτες, όχι απλώς αιθεροβάμονες του παρελθόντος. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι γραικύλοι...» (27/5/98) – «Όταν οι πρόγονοί μας έδιναν τα φώτα του πολιτισμού, οι Ευρωπαίοι ήταν ανεβασμένοι στα δένδρα» (19/11/98) – «Η Ιστορία διδάσκει πως αυτοί οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ήταν εκείνοι που πάντα ήθελαν το κακό μας» (29/5/2003). Με τον δε διορισμό «Εκπροσώπου Τύπου» της Αρχιεπισκοπής αντανακλάστηκε ο παραλληλισμός με πολιτικό κόμμα και στο οργανωτικό επίπεδο.

Κάποιοι αναγνώστες ενδεχομένως θα διαφωνήσουν μαζί μας σκεπτόμενοι «καλά τα έλεγε, και συμφωνώ μαζί του. Οι σημερινοί δε λένε κουβέντα». Μα, έτσι έρχονται στα λόγια μας! Αφού αντιμετωπίζουν τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ως έναν πολιτικό ηγέτη, ο οποίος τους εξέφραζε πολιτικά, σε αντίθεση με «τους άλλους» που δεν αναλαμβάνουν τέτοιον ρόλο. Ανεξαρτήτως από το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ως πολιτική φυσιογνωμία, πιστεύουμε ότι αν, κατά τη διάρκεια της αρχιεπισκοπικής θητείας του παρατούσε το ράσο και φορούσε το μπλέηζερ, θα προξενούσε διπλό όφελος: αφ’ ενός, στην ελληνική πολιτική γεωγραφία, από την οποία απουσίαζε επίπονα η εκπροσώπηση του (σκληρού) συντηρητικού πόλου. Και αφ’ ετέρου, στην εκκλησιαστική μαρτυρία, η οποία δεν θα αλλοτριωνόταν σε ιδεολογία (τυπικό δυτικοευρωπαϊκό γέννημα της νεωτερικότητας) και δήλωση πολιτικής ταυτότητας, με αντίτιμο, φυσικά, την εκκλησιαστική σωτηρία.

Η υποκατάσταση της Εκκλησίας με την παραταξιακή πολιτική, η φρικώδης ταύτιση της Εκκλησίας-λαού του Θεού με την «Δεξιά του Κυρίου» είναι μόνο μία από τις πληγές στο σώμα της ελλαδικής Εκκλησίας. Και δεν θα αναφερθούμε εδώ καν στο επιτυχές μαζικό ρεσάλτο φιλόδοξων κληρικών στο επισκοπικό αξίωμα, χάριτι της μικρής οργάνωσης κατάληψης επισκοπικών αξιωμάτων που είχαν ιδρύσει ο Καλλίνικος πρώην Πειραιώς, ο κεκοιμημένος και ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων, η οποία χάρισε στους φιλόδοξους κληρικούς που συσπειρώθηκαν γύρω της ονειρώδη ‘επαγγελματική σταδιοδρομία’: την παραεκκλησιαστική οργάνωση «Χρυσοπηγή». Άλλωστε το ζήτημα έχει εξαντληθεί με την ρήση του εγκεφάλου της οργάνωσης πρώην Πειραιώς Καλλινίκου, ο οποίος δήλωσε μετά την εκλογή του Χριστοδούλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο: «η αποστολή μου τελείωσε εδώ».

Ανεξίτηλη, όμως, η μνήμη του τραύματος του 2005, αδύνατον να μην αναφερθεί: οπλοφορούντες κληρικοί, πλαστογραφήσεις ψήφων της Ιεράς Συνόδου, συστατικές επιστολές σε εμπόρους ναρκωτικών, απερινόητα δικαστικά, χρηματικά, σεξουαλικά σκάνδαλα. Όλα εκπορευόμενα από την αυλή του Αρχιεπισκόπου, από τις επιλογές προσώπων του. Και οι αντίδραση, πέραν των πολιτικών επαγγελιών «κάθαρσης» που, ως πολιτικές επαγγελίες, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, η πλήρης και μετά βδελυγμίας αποποίηση κάθε ευθύνης: η επίρριψη της ευθύνης για εφιαλτική ποικιλία τεκμηριωμένου, ψηλαφητού όνειδους σε σκοτεινούς κύκλους που βυσσοδομούν εναντίον της Εκκλησίας: «Αλλά δεν τους ενδιαφέρει η κάθαρση. Η τηλεθέαση τους ενδιαφέρει, γιατί ξέρετε πόσα κερδίζουν από τα τηλεφωνήματα; Σας τρώνε τα λεφτά σας. Αλλά υπάρχει και ένα όριο» (14/3/05).

Να σημειωθεί: ιστορικής σημασίας και συνεπειών η έμμιση, φίλαρχη ρήξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την μόνη εναπομείνασα μήτρα -πέραν της Εκκλησίας- και οικουμενικού ελληνισμού, πραγματικής ελληνικότητας πέρα από εθνικά όρια και κρατικά σύνορα. Δεν επαρκούσε η διοικητική εξουσία στις «νέες χώρες»: έπρεπε να υποταγούν πλήρως στην Αθήνα,να αφαιρεθούν και οι τελευταίες υποψίες έμπρακτης εκκλησιαστικής αναφοράς στην δισχιλιετή εκκλησιαστική Κωνσταντινούπολη – αλλά και στην αυτοκρατορική μας μνήμη. Το πρόσωπο του Πατριάρχη του Γένους έπρεπε να λοιδωρηθεί, να σπιλωθεί, να δοθεί το έναυσμα ώστε ο κάθε ελλαδίτης μητροπολίτης με πριγκηπικές κοσμικές εξουσίες να μπορεί, μέχρι σήμερα, να επιτεθεί παρεμβαίνοντας στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που δεν του έφθανε η ενδο-ορθόδοξη διεθνής επιβουλή των «πρωτείων» και η εύφλεκτη πολιτική κατάσταση της γεωγραφικής του παρουσίας, αλλά οπωσδήποτε χρειαζόταν και την πατροκτονική –και γι’ αυτό αυτοχειριακή- εκκλησιαστική ζωή των Αθηνών. Κι από κοντά οι φρικαλέοι «συντηρητικοί» και «ευσεβείς» ελλαδίτες πολιτικοί και πολιτευτές, να συντάσσονται με την πατροκτονία για μια χούφτα ψήφους.

Ως μετέχοντα στην Εκκλησία, στην εκκλησιαστική ευχαριστία, με ανησυχούσε από τότε ιδιαίτερα η εκκλησιολογική αντίληψη του Χριστοδούλου, η οποία έβλεπε την εκκλησιαστική κοινότητα ως πνευματικό γενόσημο των Ενόπλων Δυνάμεων («Η Εκκλησία έχει τον πνευματικό αγώνα και ο Στρατός τον αγώνα για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του έθνους» – 5/8/2003). Επίσης, η αντιμετώπιση του νέου ανθρώπου ως υποψηφίου οπαδού, και της εκκλησίας ως του οργανισμού στον οποίο πρέπει να τον «μπάσουμε»: για οποιονδήποτε νέο άνθρωπο σέβεται την προσωπική του πάλη για νόημα και σωτηρία και το ενδεχόμενο να εισέλθει στην συναρπαστική περιπέτεια της εκκλησιαστικής νηός, η αντιμετώπισή του με τις μεθόδους του marketing, του «καλοπιάσματος», των ανεκδότων, δεν μπορεί παρά να προσληφθεί ως προσβολή, και απορία για το πού πήγε η ανεκπλήρωτη υπόσχεση πατρότητας.

Σημειώνουμε και το εξής: όσοι δεν ενδιαφέρονται για το αν υπάρχει επίσκοπος-εκκλησιαστικός πατέρας ή όχι, όσοι δεν προβάλλουν ως ζητούμενο την παρουσία Επισκόπου και υγιούς εκκλησιαστικής κοινότητας (είτε δεν δηλώνουν καθόλου χριστιανοί, είτε για αυτούς ο χριστιανισμός είναι μια ιδεολογία, ένα σετ πεποιθήσεων που ασπάζονται, κάτι σαν τον μαρξισμό ή τον πασιφισμό, ή ένα δεκανίκι του έθνους και της εθνικής ιδεολογίας, το δεύτερο συνθετικό ενός κρατικού «ελληνοχριστιανισμού»: όλα τα παραπάνω λίγο διαφέρουν μπροστά στο ενδεχόμενο μετοχής στην ευχαριστιακή σύναξη) και αρέσκονται στην πολιτική παρουσία του κυρού Χριστοδούλου ή του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου, καλώς πράττουν – πραγματικά, τίποτα το μεμπτό. Φτάνει να έχουν την τιμιότητα και την παρρησία να ξεκαθαρίσουν ότι τους αρέσει ένα πολιτικό πρόσωπο, που τυχαίνει να είναι και κληρικός – και να μη ζητωκραυγάζουν «άξιος Δεσπότη μου» ή «τέτοιους παπάδες θέλουμε, θεριά!». Να μην προβάλουν την αξίωση να καθορίζουν εκείνοι, οι απόντες της Εκκλησίας, το πώς πρέπει και πώς δεν πρέπει να είναι ο παπάς, ο επίσκοπος και ο Αρχιεπίσκοπος του εκκλησιαστικού σώματος. (Παρεμπιπτόντως, η ενδεχόμενη ψυχολογική ανάγκη ανθρώπων θρήσκων, μα συνειδητά απόντων από το εκκλησιαστικό γεγονός και ηθελημένα άσχετων με αυτό, για «ιερές φιγούρες» που δημιουργούν δέος, έτσι μαυροντυμένες και με πάλλευκες γενειάδες, μάλλον αφήνει αδιάφορο το εκκλησιαστικό σώμα. Η Εκκλησία δεν αναπνέει για να παρέχει άλλοθι, αλλά για να γεννά ζωήν, καὶ περισσὸν ζωῆς.)

Κανείς μας δεν νομιμοποιείται να κρίνει το πώς αντιμετωπίζει κάποιος άλλος τον θάνατο, και ειδικά τον πρόωρο θάνατο. Ίσως όμως το εκκλησιαστικό σώμα θα ανέμενε (δεν θα απαιτούσε, απλώς θα θεωρούσε φυσιολογικό, αναμενόμενο) από τον προκαθήμενό του, χειραγωγό στην πίστη και «πρωτοπαλίκαρο» της ποίμνης, μια σεμνή ετοιμότητα να συναντήσει τον Πλαστουργό του και Νυμφίο της Εκκλησίας, να παραδοθεί στην αγκαλιά του θελήματός του. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα.» «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ πολὺν καρπὸν φέρει.» «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθῃ ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον». «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῇ». Δίπλα σε αυτά, η επικρατούσα κρατική θρησκεία, των εχόντων «καθήκοντα ηγεσίας του λαού τους»: «Γιατί σε εμένα;» – «Προσευχηθείτε για μένα, προσευχηθείτε για την υγεία μου». Με παρέκβαση, ως V.I.P., μακροσκελών καταλόγων προτεραιότητας μοσχεύματος (ενίοτε νέων παιδιών, σίγουρα εικόνων Θεού), ώστε να γίνει η εγχείρηση με ταχύτητα αδιανόητη για τους απλούς θνητούς, για τα παιδιά ενός κατώτερου θεού. Μα για αυτό το ζήτημα δεν επιτρέπει η σεμνότητα να μιλήσουμε, και δεν θα αναφερθούμε περαιτέρω σε αυτό.

Ελπίζουμε με την παραπάνω νηφάλια κριτική ματιά να τιμούμε πραγματικά την μνήμη του κυρού Χριστοδούλου, να βάζουμε ένα απειροελάχιστο λιθαράκι στο να καταστεί «αιωνία», όπως κάθε ανθρωπίνου προσώπου-εικόνα Θεού: σίγουρα πάντως περισσότερο απ’ όσο εκείνοι που, με ιδιοτέλεια ή χωρίς, αντικαθιστούν το πρόσωπο του κεκοιμημένου αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου με προσκυνητέα είδωλα και ξόανα.

 

αφήστε ένα σχόλιο


6 + δυο =